PLEASE WAIT, LOADING

Άρθρα

Μείνετε ενήμεροι με τα τελευταία άρθρα και ενημερώσεις από το ιατρείο μας. Εδώ θα βρείτε πληροφορίες, συμβουλές και ενδιαφέρουσες αναλύσεις που αφορούν την ενδοκρινολογία, τον διαβήτη και την γενικότερη υγεία.
sakxarodis-diavitis-kyhshs.jpg

Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερες εγκυμοσύνες επιπλέκονται από την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη κύησης. Το γεγονός αυτό προκαλεί επιπρόσθετο στρες στη μέλλουσα μητέρα, σε μια ήδη στρεσογόνο περίοδο όπως αυτή της κύησης. Η επαφή με εξειδικευμένους επιστήμονες στον τομέα της εγκυμοσύνης έχει μεγάλη σημασία ώστε με την έγκαιρη και αποτελεσματική διαχείριση του διαβήτη, να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα για τη μητέρα και για το έμβρυο.

 

Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης της Κύησης;

Σακχαρώδης διαβήτης κύησης ονομάζεται ο διαβήτης που εμφανίζεται κατά το 2ο-3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, που δεν προϋπήρχε πριν από αυτή και που υποχωρεί μετά τον τοκετό. Ορισμένες ορμόνες που παράγονται από τον πλακούντα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμποδίζουν τη σωστή δράση της ινσουλίνης στο σώμα με αποτέλεσμα η γλυκόζη να μη μεταφέρεται εντός των κυττάρων και να αυξάνονται τα επίπεδά της (του σακχάρου) στο αίμα. Αυτή η «ινσουλινοαντίσταση» αυξάνεται ραγδαία από το 2ο τρίμηνο της κύησης, υποχωρεί σταδιακά λίγες ημέρες πριν την περάτωσή της και τελικά εκμηδενίζεται αμέσως μετά τον τοκετό.

Απασχολεί σχεδόν μία στις επτά εγκυμονούσες γυναίκες, με τη συχνότητα εμφάνισής του να αυξάνει σταδιακά τα τελευταία έτη.

Ένα μικρό ποσοστό διαβήτη στην εγκυμοσύνη οφείλεται σε προϋπάρχοντα διαβήτη, τύπου 1, 2 ή σπανιότερα μονογονιδιακό, καταστάσεις που απαιτούν ακόμη πιο εξειδικευμένη παρακολούθηση και αντιμετώπιση.

 

Έχω αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσω Σακχαρώδη Διαβήτη της Κύησης;

Οι παράγοντες κινδύνου που μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης του ΣΔΚ είναι οι ακόλουθοι:

  • Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη
  • Ηλικία της μητέρας
  • Αυξημένο σωματικό βάρος κατά τη σύλληψη (υπέρβαρη ή παχύσαρκη μητέρα)
  • Διατροφικές συνήθειες – καθιστικός τρόπος ζωής
  • Ιστορικό ΣΔΚ ή μακροσωμικού νεογνού (βάρος γέννησης > 4 κιλά) σε προηγούμενη εγκυμοσύνη
  • Συνοδά νοσήματα όπως Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών, ενδομητρίωση, υπνική άπνοια κ.ά.

 

Πώς γνωρίζω αν πάσχω από Σακχαρώδη Διαβήτη της Κύησης; Πότε κάνω εξετάσεις;

Ο έλεγχος για την ανίχνευση διαταραχών του μεταβολισμού της γλυκόζης ξεκινά από την πρώτη επίσκεψη της εγκύου στο Γυναικολόγο. Η μέτρηση γλυκόζης νηστείας ≥ 92 mg/dl νωρίς στην εγκυμοσύνη θέτει τη διάγνωση του ΣΔΚ, ενώ μία αρχική μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (ΗbA1c) χρησιμοποιείται κυρίως για τον αποκλεισμό προϋπάρχοντος διαβήτη.

Ο «χρυσός κανόνας» για τη διάγνωση του ΣΔΚ αποτελεί η καμπύλη γλυκόζης που πραγματοποιείται συνήθως 24η με 28η εβδομάδα της κύησης κατά την οποία γίνεται αιμοληψία για γλυκόζη πλάσματος νηστείας καθώς και 1 και 2 ώρες έπειτα από λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης. Οι φυσιολογικές τιμές για την καμπύλη σακχάρου κατά την κύηση είναι οι εξής:

Γλυκόζη σε χρόνο 0’:      <92 mg/dl

Γλυκόζη σε χρόνο 60’:    <180 mg/dl

Γλυκόζη σε χρόνο 120’ : <153 mg/dl

Έστω και μία τιμή παθολογική πιστοποιεί τη διάγνωση.

(Tip: ακολουθείστε φυσιολογική διατροφή για 3 ημέρες πριν την εξέταση, χωρίς περιορισμό των υδατανθράκων ή της φυσικής δραστηριότητας και κατά τη διάρκεια της εξέτασης παραμείνετε στο χώρο χωρίς να περπατάτε στα μεσοδιαστήματα)

 

Κινδυνεύει το μωρό μου; Θα έχω διαβήτη και μετά την εγκυμοσύνη;

Η εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη κύησης σχετίζεται με μια σειρά από επιπλοκές που αφορούν τη μητέρα αλλά και το μωρό.

Όσον αφορά τη μητέρα, αυξάνεται ο κίνδυνος για εμφάνιση προεκλαμψίας (διαταραχή με αυξημένη αρτηριακή πίεση), πρόωρου τοκετού ή ανάγκης για καισαρική τομή ενώ μακροπρόθεσμα, οι μητέρες με ΣΔΚ έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2.

Η παραμονή αυξημένων επιπέδων σακχάρου στο αίμα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο βάρος εμβρύου (μακροσωμία) που με τη σειρά του μπορεί να δυσκολέψει τη διαδικασία του τοκετού. Ακόμη, τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης της μητέρας κατά τον τοκετό μπορεί να προκαλέσουν νεογνική υπογλυκαιμία τα πρώτα 24ωρα της ζωής του. Τέλος, μακροπρόθεσμα, η μακροσωμία έχει σχετιστεί με εμφάνιση παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικο ζωή του παιδιού.

Η πλειονότητα αυτών των επιπλοκών αποφεύγεται με τη σωστή και έγκαιρη αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης .

 

Πώς διαχειρίζομαι το Σακχαρώδη Διαβήτη της Κύησης;

Ο βασικότερος πυλώνας στην πρόληψη και την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης είναι ένα ισορροπημένο διατροφικό πρόγραμμα. Προτείνονται πολλά και συχνά γεύματα, αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών, αποφυγή κορεσμένων λιπαρών και μείωση της ποσότητας του υδατάνθρακα – όχι όμως καθολική αποφυγή του – καθώς η γλυκόζη αποτελεί τη βασική πηγή ενέργειας για το αναπτυσσόμενο έμβρυο.

Η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας (περπάτημα 15-20 λεπτά) θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει σημαντικά στη διατήρηση ιδανικών επιπέδων σακχάρου στη μητέρα, εάν φυσικά δεν αντενδείκνυται για μαιευτικούς λόγους.

Εξίσου σημαντική για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης είναι και η παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου αίματος είτε με μετρητή γλυκόζης είτε μέσω συστημάτων συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGM) που διατίθενται πλέον και στη χώρα μας δωρεάν σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης.

Στόχοι σακχάρου αίματος :

  • νηστείας και προγευματικά 70-95 mg/dl
  • 1 ώρα μετά το γεύμα 90-130 mg/dl

 

Εάν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται παρά την τήρηση του διατροφικού πλάνου, στην έγκυο θα χορηγηθεί ινσουλίνη, γεγονός που συμβαίνει στο 15-20% των εγκύων με διαβήτη.

(Tip1: η σωστή τήρηση του διατροφικού πλάνου θα βοηθήσει στην ισορροπημένη πρόσληψη βάρους κατά την εγκυμοσύνη

Tip2: μην «δαιμονοποιείτε» την ινσουλίνη, δεν βλάπτει το έμβρυο και αποτελεί έναν πολύτιμο σύμμαχο στη ρύθμιση του σακχάρου όταν οι διατροφικές παρεμβάσεις δεν αρκούν)

 

Γέννησα. Και τώρα;

Μετά τον τοκετό παρακολουθούμε το σάκχαρο αίματος για 1-2 24ωρα ενώ εάν χορηγούνταν προηγουμένως ινσουλίνη, αυτή διακόπτεται. Η νέα μαμά ενθαρρύνεται για μια «φυσιολογική», υγιεινή διατροφή ενώ προγραμματίζεται ένας επανέλεγχος 1.5-3 μήνες μετά, ώστε να διαπιστώσουμε ότι όλα έχουν επανέλθει στην πρότερη κατάσταση. Ο Ενδοκρινολόγος θα σας καθοδηγήσει για το πότε θα επαναλάβετε μία καμπύλη γλυκόζης και θα καθορίσει το πλάνο παρακολούθησης, για την πιθανότητα μελλοντικής εμφάνισης διαβήτη.

σακχαρώδης διαβήτης κύησης

Ο ρόλος των εξειδικευμένων επιστημόνων στα θέματα της αναπαραγωγής και της εγκυμοσύνης είναι πολύ σημαντικός καθώς η βαθιά κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με ενδοκρινοπάθειες στην εγκυμοσύνη, αποτελεί το κλειδί για την ιδανική διαχείριση και θεραπεία τους.

Από την έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη μέχρι τη γέννηση, ο ενδοκρινολόγος μπορεί να οδηγήσει την έγκυο με σακχαρώδη διαβήτη σε μια επιτυχημένη κύηση, με τη γέννηση ενός υγιούς βρέφους. Μέσω της προσεκτικής παρακολούθησης, της κατάλληλης διατροφικής παρέμβασης και της αποτελεσματικής θεραπευτικής αντιμετώπισης, αναλαμβάνει το ρόλο του αξιόπιστου συνοδοιπόρου στο απαιτητικό, αλλά τόσο μοναδικό ταξίδι της μητρότητας.


egymosini.jpg

Οι ορμόνες που παράγονται από το θυρεοειδή αδένα επιτελούν σημαντικές λειτουργίες σε όλα τα στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Είναι σημαντικές στη διατήρηση της φυσιολογικής και τακτικής εμμήνου ρύσεως στη γυναίκα, στην επίτευξη ωοθηλακιορηξίας, στην εμφύτευση της βλαστοκύστης (τα πρώτα κύτταρα του εμβρύου) στη μήτρα καθώς και στη λειτουργία του πλακούντα μετέπειτα. Είναι σε θέση λοιπόν να επηρεάσουν με πολλούς τρόπους το μονοπάτι της αναπαραγωγής.

Δεδομένου ότι οι παθήσεις του θυρεοειδούς εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, είναι σημαντικό για τις γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας να υποβάλλονται σε έλεγχο της λειτουργίας και της δομής του θυρεοειδούς από τον Ενδοκρινολόγο τους. Πολύ συχνά οι θυρεοειδικές παθήσεις ανακαλύπτονται κατά τη διερεύνηση στα πλαίσια υπογονιμότητας.

Αυξημένη TSH πριν τη σύλληψη

Τα επίπεδα της TSH σε νεαρές γυναίκες κινούνται χαμηλά, συνήθως <3 mIU/ml. Η αύξησή της πάνω από αυτά τα επίπεδα μπορεί να υποδεικνύει έναν αρχόμενο υποθυρεοειδισμό. Έρευνες δείχνουν ότι ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός, όπου η TSH αυξάνεται ενώ οι ορμόνες Τ3 και Τ4 παραμένουν σε φυσιολογικά επίπεδα, μπορεί να επηρεάσει την αυτόματη σύλληψη μέσω διαταραχής στη ωοθηλακιορρηξία καθώς επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο ή παλίνδρομης εγκυμοσύνης. Οι ειδικοί θεωρούν ιδανικά τα επίπεδα TSH μεταξύ 0.5-2.5 mIU/ml για την επίτευξη κύησης, έτσι σε περίπτωση αυξημένης TSH κατά τον πρώτο έλεγχο, προτείνεται επανάληψη των εξετάσεων σε 4-6 εβδομάδες, μαζί με έλεγχο των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.

Ο ρόλος των αντισωμάτων

Η εμφάνιση αυτοάνοσων παθήσεων του θυρεοειδούς σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας είναι πολύ συχνή. Τα αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα αποτελούν παράγοντα κινδύνου για αποβολές πρώτου τριμήνου αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα υπογονιμότητας σε μία γυναίκα, ενώ πολλές φορές αυτό συμβαίνει ακόμη και σε άτομα με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία. Ακόμη αυξημένοι τίτλοι αντισωμάτων έχουν βρεθεί και στις γυναίκες με άλλες αιτίες υπογονιμότητας όπως το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών και η ενδομητρίωση. Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα επηρεάζουν τη γονιμότητα δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητοί. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η παρουσία αυτών των αντισωμάτων υποδεικνύει μια διαταραχή στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος ενώ μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη λειτουργία του θυρεοειδούς και να οδηγήσουν σε υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι παράγοντες αυτοί έχουν κρίσιμο ρόλο στην επιτυχία της γονιμότητας. Η σωστή διαχείριση των προβλημάτων θυρεοειδούς μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις πιθανότητες επίτευξης και διατήρησης μιας υγιούς εγκυμοσύνης.

Υποθυρεοειδισμός και γονιμότητα

Η ανεπάρκεια θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να έχει ποικίλες επιπτώσεις στην δυνατότητα επίτευξης μια υγιούς εγκυμοσύνης. Ο υποθυρεοειδισμός δημιουργεί δυσλειτουργία στον οργανισμό με διάφορους τρόπους. Συγκεκριμένα, προκαλεί αύξηση στα επίπεδα προλακτίνης, επηρεάζει την έκκριση γοναδοτροπινών (FSH, LH) από την υπόφυση, ενώ μέσω του ρόλου του αδένα στην παραγωγή προγεστερόνης και το μεταβολισμό των οιστρογόνων μπορεί να επηρεάσει τη συχνότητα της περιόδου, την ωοθηλακιορρηξία καθώς και την έμφυτευση του εμβρύου στη μήτρα.

Επιπλέον, ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων που χρησιμοποιούνται σε διαδικασίες όπως η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες επιτυχούς εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού μέσω υποκατάστασης με θυροξίνη αποκαθιστά τη φυσιολογική ορμονική ισορροπία του οργανισμού, συντελεί στην ομαλοποίηση του κύκλου και αυξάνει τις πιθανότητες για αυτόματη σύλληψη.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εγκυμοσύνη αυξάνει σημαντικά τις μεταβολικές απαιτήσεις του οργανισμού και κατά συνέπεια και την ανάγκη για θυρεοειδικές ορμόνες. Μια γυναίκα με υποθυρεοειδισμό που επιθυμεί εγκυμοσύνη πρέπει να διατηρεί τα επίπεδα της TSH εντός των κανονικών ορίων για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης της εγκυμοσύνης, η επικοινωνία με τον ενδοκρινολόγο είναι απαραίτητη για τον καθορισμό πιθανής αύξησης της δόσης θυροξίνης κατά τη διάρκεια της κύησης.

Υπερθυρεοειδισμός και αναπαραγωγή

Ένας ήπιος υπερθυρεοειδισμός, σε αντίθεση με τον υποθυρεοειδισμό, δεν φαίνεται να επηρεάζει το ίδιο δραστικά το μονοπάτι της αναπαραγωγής. Η πλειονότητα των γυναικών με ελαφρύ υπερθυρεοειδισμό δεν φαίνεται να παρουσιάζουν προβλήματα στην ωοθηλακιορρηξία, μπορεί ωστόσο να εμφανίσουν μεταβολές στη διάρκεια και την ποσότητα του αίματος της εμμηνορυσίας. Για τις γυναίκες με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό (χαμηλή TSH, υψηλές θυρεοειδικές ορμόνες) συνήθως δεν απαιτείται άμεση θεραπεία, αλλά προσεκτική τακτική παρακολούθηση.

Αντίθετα, σοβαρές περιπτώσεις υπερθυρεοειδισμού μπορούν να επηρεάσουν την περίοδο και να αυξήσουν τον κίνδυνο επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, απαιτώντας άμεση παρέμβαση ενδοκρινολόγου και κατάλληλη θεραπεία πριν από τη σύλληψη.

 

Βλέπουμε λοιπόν πως η παρακολούθηση της θυρεοειδικής λειτουργίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία της μητέρας και του παιδιού. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η θυρεοειδική λειτουργία μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά λόγω των ορμονικών μεταβολών που συμβαίνουν στη διάρκειά της.

Είναι σημαντικό να ελέγχονται τακτικά τα επίπεδα της TSH και των ελεύθερων ορμονών του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως αν η γυναίκα έχει ιστορικό θυρεοειδικών προβλημάτων ή παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Η άμεση διαχείριση των διαταραχών στη θυρεοειδική λειτουργία μπορεί να συμβάλει στη μείωση των κινδύνων για τη μητέρα και το παιδί, εξασφαλίζοντας ένα υγιές περιβάλλον για την ανάπτυξη του εμβρύου.

Συνολικά, η συνεργασία με εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας, όπως ενδοκρινολόγους και γυναικολόγους, κατά τη διάρκεια της κύησης αποτελεί σημαντικό βήμα για τη διασφάλιση μιας υγιούς και επιτυχούς εγκυμοσύνης.



LOGOTYPO K. TOGIAS1

Προτεραιότητα μας Η Υγεία σας




LOGOTYPO K. TOGIAS1

Προτεραιότητα μας Η Υγεία σας