Οι ορμόνες που παράγονται από το θυρεοειδή αδένα επιτελούν σημαντικές λειτουργίες σε όλα τα στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Είναι σημαντικές στη διατήρηση της φυσιολογικής και τακτικής εμμήνου ρύσεως στη γυναίκα, στην επίτευξη ωοθηλακιορηξίας, στην εμφύτευση της βλαστοκύστης (τα πρώτα κύτταρα του εμβρύου) στη μήτρα καθώς και στη λειτουργία του πλακούντα μετέπειτα. Είναι σε θέση λοιπόν να επηρεάσουν με πολλούς τρόπους το μονοπάτι της αναπαραγωγής.
Δεδομένου ότι οι παθήσεις του θυρεοειδούς εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, είναι σημαντικό για τις γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας να υποβάλλονται σε έλεγχο της λειτουργίας και της δομής του θυρεοειδούς από τον Ενδοκρινολόγο τους. Πολύ συχνά οι θυρεοειδικές παθήσεις ανακαλύπτονται κατά τη διερεύνηση στα πλαίσια υπογονιμότητας.
Αυξημένη TSH πριν τη σύλληψη
Τα επίπεδα της TSH σε νεαρές γυναίκες κινούνται χαμηλά, συνήθως <3 mIU/ml. Η αύξησή της πάνω από αυτά τα επίπεδα μπορεί να υποδεικνύει έναν αρχόμενο υποθυρεοειδισμό. Έρευνες δείχνουν ότι ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός, όπου η TSH αυξάνεται ενώ οι ορμόνες Τ3 και Τ4 παραμένουν σε φυσιολογικά επίπεδα, μπορεί να επηρεάσει την αυτόματη σύλληψη μέσω διαταραχής στη ωοθηλακιορρηξία καθώς επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο ή παλίνδρομης εγκυμοσύνης. Οι ειδικοί θεωρούν ιδανικά τα επίπεδα TSH μεταξύ 0.5-2.5 mIU/ml για την επίτευξη κύησης, έτσι σε περίπτωση αυξημένης TSH κατά τον πρώτο έλεγχο, προτείνεται επανάληψη των εξετάσεων σε 4-6 εβδομάδες, μαζί με έλεγχο των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.
Ο ρόλος των αντισωμάτων
Η εμφάνιση αυτοάνοσων παθήσεων του θυρεοειδούς σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας είναι πολύ συχνή. Τα αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα αποτελούν παράγοντα κινδύνου για αποβολές πρώτου τριμήνου αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα υπογονιμότητας σε μία γυναίκα, ενώ πολλές φορές αυτό συμβαίνει ακόμη και σε άτομα με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία. Ακόμη αυξημένοι τίτλοι αντισωμάτων έχουν βρεθεί και στις γυναίκες με άλλες αιτίες υπογονιμότητας όπως το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών και η ενδομητρίωση. Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα επηρεάζουν τη γονιμότητα δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητοί. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η παρουσία αυτών των αντισωμάτων υποδεικνύει μια διαταραχή στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος ενώ μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη λειτουργία του θυρεοειδούς και να οδηγήσουν σε υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι παράγοντες αυτοί έχουν κρίσιμο ρόλο στην επιτυχία της γονιμότητας. Η σωστή διαχείριση των προβλημάτων θυρεοειδούς μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις πιθανότητες επίτευξης και διατήρησης μιας υγιούς εγκυμοσύνης.
Υποθυρεοειδισμός και γονιμότητα
Η ανεπάρκεια θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να έχει ποικίλες επιπτώσεις στην δυνατότητα επίτευξης μια υγιούς εγκυμοσύνης. Ο υποθυρεοειδισμός δημιουργεί δυσλειτουργία στον οργανισμό με διάφορους τρόπους. Συγκεκριμένα, προκαλεί αύξηση στα επίπεδα προλακτίνης, επηρεάζει την έκκριση γοναδοτροπινών (FSH, LH) από την υπόφυση, ενώ μέσω του ρόλου του αδένα στην παραγωγή προγεστερόνης και το μεταβολισμό των οιστρογόνων μπορεί να επηρεάσει τη συχνότητα της περιόδου, την ωοθηλακιορρηξία καθώς και την έμφυτευση του εμβρύου στη μήτρα.
Επιπλέον, ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων που χρησιμοποιούνται σε διαδικασίες όπως η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες επιτυχούς εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού μέσω υποκατάστασης με θυροξίνη αποκαθιστά τη φυσιολογική ορμονική ισορροπία του οργανισμού, συντελεί στην ομαλοποίηση του κύκλου και αυξάνει τις πιθανότητες για αυτόματη σύλληψη.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εγκυμοσύνη αυξάνει σημαντικά τις μεταβολικές απαιτήσεις του οργανισμού και κατά συνέπεια και την ανάγκη για θυρεοειδικές ορμόνες. Μια γυναίκα με υποθυρεοειδισμό που επιθυμεί εγκυμοσύνη πρέπει να διατηρεί τα επίπεδα της TSH εντός των κανονικών ορίων για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης της εγκυμοσύνης, η επικοινωνία με τον ενδοκρινολόγο είναι απαραίτητη για τον καθορισμό πιθανής αύξησης της δόσης θυροξίνης κατά τη διάρκεια της κύησης.
Υπερθυρεοειδισμός και αναπαραγωγή
Ένας ήπιος υπερθυρεοειδισμός, σε αντίθεση με τον υποθυρεοειδισμό, δεν φαίνεται να επηρεάζει το ίδιο δραστικά το μονοπάτι της αναπαραγωγής. Η πλειονότητα των γυναικών με ελαφρύ υπερθυρεοειδισμό δεν φαίνεται να παρουσιάζουν προβλήματα στην ωοθηλακιορρηξία, μπορεί ωστόσο να εμφανίσουν μεταβολές στη διάρκεια και την ποσότητα του αίματος της εμμηνορυσίας. Για τις γυναίκες με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό (χαμηλή TSH, υψηλές θυρεοειδικές ορμόνες) συνήθως δεν απαιτείται άμεση θεραπεία, αλλά προσεκτική τακτική παρακολούθηση.
Αντίθετα, σοβαρές περιπτώσεις υπερθυρεοειδισμού μπορούν να επηρεάσουν την περίοδο και να αυξήσουν τον κίνδυνο επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, απαιτώντας άμεση παρέμβαση ενδοκρινολόγου και κατάλληλη θεραπεία πριν από τη σύλληψη.
Βλέπουμε λοιπόν πως η παρακολούθηση της θυρεοειδικής λειτουργίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία της μητέρας και του παιδιού. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η θυρεοειδική λειτουργία μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά λόγω των ορμονικών μεταβολών που συμβαίνουν στη διάρκειά της.
Είναι σημαντικό να ελέγχονται τακτικά τα επίπεδα της TSH και των ελεύθερων ορμονών του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως αν η γυναίκα έχει ιστορικό θυρεοειδικών προβλημάτων ή παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Η άμεση διαχείριση των διαταραχών στη θυρεοειδική λειτουργία μπορεί να συμβάλει στη μείωση των κινδύνων για τη μητέρα και το παιδί, εξασφαλίζοντας ένα υγιές περιβάλλον για την ανάπτυξη του εμβρύου.
Συνολικά, η συνεργασία με εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας, όπως ενδοκρινολόγους και γυναικολόγους, κατά τη διάρκεια της κύησης αποτελεί σημαντικό βήμα για τη διασφάλιση μιας υγιούς και επιτυχούς εγκυμοσύνης.